- πυουρία
- η мед. пиурия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυουρία — η, Ν ιατρ. η παρουσία πύου στα ούρα που έχει ως βασικό αίτιο την ύπαρξη φλεγμονής σε τμήμα τού ουροποιογεννητικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pyuria (< πύον + ουρία < ουρώ)] … Dictionary of Greek
πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… … Dictionary of Greek